πισίνα

πισίνα
Μικρή τεχνητή λίμνη, κατάλληλη για λουτρά και για αγώνες κολύμβησης και κατάδυσης. Ο όρος προέρχεται από τις μεγάλες στέρνες που κατασκεύαζαν οι Ρωμαίοι πατρίκιοι στις βίλες τους, όπου διατηρούσαν ψάρια (pesce = ψάρι)· πισίνες ονόμαζαν επίσης τις δεξαμενές λουτρού και κολύμβησης των θερμών λουτρικών εγκαταστάσεων. Μόνο στη Ρώμη υπήρχαν δέκα επτά, μήκους ως 70 μ. με εξοπλισμούς και υπηρεσίες ικανές να δεχτούν περίπου 3.000 λουομένους. Ο Φιλόστρατος μας πληροφορεί σχετικά με την αρχαιότερη π. της ιστορίας, την οποία είχε κατασκευάσει τον 7o αι. π.Χ. ο Πέρσης πρίγκιπας Φραέρτης, λάτρης της γυμναστικής και της κολύμβησης. Με την πτώση της Pωμαϊκής αυτοκρατορίας, οι π. έχασαν πλέον κάθε σημασία στη δημόσια ζωή. Η κατασκευή τους ξανάρχισε στις αρχές του 20ού αι., κυρίως για κολύμβηση και καταδύσεις, που είχαν διαδοθεί ως αθλήματα. Οι π. κολυμβητικών αγώνων πρέπει να ανταποκρίνονται σε συγκεκριμένα τεχνικά χαρακτηριστικά, ώστε οι αγωνιστικές συνθήκες να είναι όσο το δυνατόν ομοιόμορφες και να υπάρχει σύγκριση μεταξύ των επιδόσεων που επιτυγχάνονται σε διαφορετικές π. Τα κανονικά μήκη είναι: 25, 33, 33, 50 και 100 μ. Παρόλα αυτά τα ρεκόρ δεν αναγνωρίζονται αν δεν επιτευχθούν σε π. των 50 μ. Το νερό της π. πρέπει να είναι στάσιμο, γλυκό ή αλμυρό, χωρίς ρεύματα: για το λόγο αυτό, οι εγκαταστάσεις που γίνονται στη θάλασσα, σε λίμνες ή κατά μήκος ποταμών πρέπει να εξουδετερώνουν εντελώς την επίδραση των φυσικών ρευμάτων του νερού. Η π. διαιρείται κατά μήκος από σχοινιά με πλωτήρες, σε 6 ή 8 λωρίδες-κυματοθραύστες, που προστατεύουν τους αγωνιζόμενους σε πλευρικές λωρίδες από την ανάκλαση των κυμάτων. Κατά μήκος των μικρών πλευρών, στο κέντρο κάθε λωρίδας, τοποθετούνται οι βάσεις για τη βουτιά εκκίνησης των αθλητών, σε ύψος 30 έως 70 εκ. από την επιφάνεια του νερού. Το βάθος του νερού δεν πρέπει να είναι μικρότερο από ένα μ. και, κάτω από τον πύργο καταδύσεων, να είναι ανάλογο με το ύψος των βατήρων και του κρηπιδώματος, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα από το διεθνή κανονισμό. Οι σύγχρονες πισίνες διαθέτουν χωριστές δεξαμενές κολύμβησης και κατάδυσης. Τελευταία έχουν διαδοθεί πολύ οι ιδιωτικές π., συνήθωςστους κήπους κατοικιών και είναι κατά πολύ απλοποιημένες, ιδιαίτερα στις υπηρεσίες, σε σχέση με τις δημόσιες. Οι τελευταίες διαθέτουν πράγματι πολύπλοκες εγκαταστάσεις καθαρισμού, εναλλαγής και θέρμανσης του νερού, ενώ οι κλειστές διαθέτουν εγκαταστάσεις θέρμανσης και εξαερισμού του χώρου. Ιδιαίτερη σημασία έχει ο συνεχής καθαρισμός, που γίνεται με την ολική αντικατάσταση του νερού (μόνον όταν η π. παροχετεύεται κατευθείαν από τη θάλασσα, από λίμνη ή από ποτάμι), ή, συχνότερα, με φιλτράρισμα και απολυμαντικές ουσίες: στη περίπτωση αυτή, το ίδιο πάντοτε νερό (εκτός από ελάχιστες συμπληρώσεις) καθαρίζεται και επανέρχεται στη δεξαμενή. Παιδική πισίνα ξενοδοχείου (φωτ. ΑΠΕ). Στη φωτογραφία πάνω, σύγχρονη πισίνα με εξοπλισμό για καταδύσεις. Στο σχέδιο κάτω, σχηματική παράσταση του εξοπλισμού και των απαραίτητων εγκαταστάσεων για τη λειτουργία πισίνας: 1) κρηπίδωμα καταδύσεων 2) βατήρας· 3) εγκαταστάσεις για την αναρρόφηση, το φιλτράρισμα, την αποστείρωση και τη θέρμανση του νερού· 4) κινητός αναρροφητήρας για τον καθαρισμό του πυθμένα· 5) αεριοτήρας· 6) ηλεκτρικές αντιστάσεις και ανεμιστήρας για την κυκλοφορία θερμού και ξηρού αέρα. Η πισίνα στηρίζεται σε πασσάλους σκυροδέματος, που επιτρέπουν κανονικές επιθεωρήσεις του πυθμένα. Γυμναστικές ασκήσεις σε πισίνα. Ψηφιδωτό πισίνας από ρωμαϊκό λουτρό, που αντασκάφθηκε στα Ίσθμια Κορίνθου. Αναπαριστά θίασο του Διονύσου (φωτ. ΑΠΕ).
* * *
η, Ν
τεχνητή ορθογώνια δεξαμενή, βάθους 1-3 μέτρων, τής οποίας τα χείλη βρίσκονται στο ύψος περίπου τού εδάφους και η οποία είναι γεμάτη με νερό και χρησιμοποιείται για ψυχαγωγία, κολύμβηση ή κολυμβητικούς αγώνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. pissina < ιταλ. pise-ina «ιχθυοτροφείο» < λατ. piscis «ψάρι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πισινός — ή, ό 1. αυτός που είναι ή έρχεται πίσω (αντίθ. μπροστινός): Στα πισινά στασίδια όλα σιμά μου σειούνται τα ξεσκλίδια (Σολωμός). 2. το αρσ. ως ουσ., πισινός τα οπίσθια, ο κώλος: Μόλις με είδε μου γύρισε τον πισινό του. 3. το ουδ. στον πληθ. ως ουσ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γυμναστική — Το σύνολο των ασκήσεων που αποβλέπουν στην ανάπτυξη του σώματος και στην καλλιέργεια των ικανοτήτων του. Η γ. θεωρείται επιστήμη, όταν εξυπηρετεί θεραπευτικούς και διδακτικούς σκοπούς. Η γ. αν και αποτελεί τμήμα της φυσικής αγωγής, διαφέρει από… …   Dictionary of Greek

  • κώλος — ο 1. τα οπίσθια, τα πισινά, το κατώτερο άκρο του εντερικού σωλήνα. 2. το μέρος των ρούχων που αντιστοιχεί στα πισινά: Τρύπησε ο κώλος του παντελονιού μου. 3. ο πυθμένας αγγείου, καλαθιού κ.ά., πάτος: Άνοιξε ο κώλος του κοφινιού. 4. η φράση «είναι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Neugriechische Orthographie — Die Orthographie des Neugriechischen folgt einer historischen Rechtschreibung, die mit dem seit 403 v. Chr. nahezu unveränderten griechischen Alphabet notiert wird. Sie hat bestimmte Verschriftlichungen altgriechischer Laute und Lautkombinationen …   Deutsch Wikipedia

  • αναχαιτίζω — (AM ἀναχαιτίζω) εμποδίζω, ανακόπτω, σταματώ κάτι μσν. (αμτβ.) 1. (για ποταμό) ανακόπτω την ορμή ή τη ροή μου, σταματώ 2. (για λόγο) χάνω τη συνέχειά μου αρχ. Ι. (αμτβ.) 1. (για άλογο) κουνώ τη χαίτη προς τα πίσω, σηκώνομαι στα δυο πισινά πόδια 2 …   Dictionary of Greek

  • δίπους — (dipus). Τρωκτικό απλής οδόντωσης της οικογένειας των διποδιδών. Συναντάται συχνά στην Αίγυπτο, γι’ αυτό ονομάζεται και ποντικός των πυραμίδων, είναι όμως διαδεδομένο και σε στέπες ή σε ερημικές περιοχές της κεντρικής και βόρειας Αφρικής, όπου… …   Dictionary of Greek

  • διποδίδες — (dipodidae). Οικογένεια τρωκτικών θηλαστικών που περιλαμβάνει τις αλακτάγες,τους δίποδες και τα συγγενή γένη. Έχουν μεγάλο κεφάλι, κοντό και ακίνητο λαιμό, όρθια αφτιά και μάτια σκούρου χρώματος. Τα πίσω πόδια τους είναι μακριά και τους… …   Dictionary of Greek

  • ινδόχοιρος — Βλ. λ. ινδικό χοιρίδιο. * * * ὁ το ινδικό χοιρίδιο, μικρό τρωκτικό, με τέσσερα δάχτυλα στα μπροστινά πόδια και τρία στα πισινά, το οποίο χρησιμοποιείται ως πειραματόζωο για τη δοκιμασία μικροβιακών παρασκευασμάτων, εμβολιασμών κ.λπ. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • κολυμβήθρα — Ανοιχτή δεξαμενή νερού, που κατά την αρχαιότητα χρησίμευε για λουτρό (κ. του Σιλωάμ) ή για κολύμβηση (κ. των αρχαίων ελληνικών γυμναστηρίων για την εκγύμναση των αθλητών)· ήταν κάτι ανάλογο με τη σημερινή πισίνα. Στην Εκκλησία, κ. ονομάζεται το… …   Dictionary of Greek

  • κολύμβηση — Σύνολο κινήσεων, που επιτρέπει τη μετακίνηση και την επιλογή κατεύθυνσης μέσα στο νερό, τόσο στην επιφάνεια όσο και σε κατάδυση. Με την καθιέρωση ειδικών στιλ η κ. εξελίχθηκε σε αθλητική δραστηριότητα. Η τεχνική της κ. υποδιαιρείται ανάλογα με τα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”